καταληκτικά

καταληκτικά
καταληκτικός
leaving off
neut nom/voc/acc pl
καταληκτικά̱ , καταληκτικός
leaving off
fem nom/voc/acc dual
καταληκτικά̱ , καταληκτικός
leaving off
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταληκτικάς — καταληκτικά̱ς , καταληκτικός leaving off fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικατάληκτος — ο (AM δικατάληκτος, ον) γραμμ. 1. αυτός που έχει δύο καταλήξεις («δικατάληκτον ἴς και ἴν») 2. «δικατάληκτο επίθετο» αυτό που έχει κοινή κατάληξη για το αρσ. και θηλ. γένος και διαφορετική για το ουδ. (π.χ. «ένδοξος, ον») 3. (μετρ.) ο συνθεμένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”